- χαρτόν
- τὸ, Αβλ. χαρτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτόν — χαρτός causing delight masc acc sg χαρτός causing delight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρτός — ή, όν, ΜΑ (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρτά χαρές, τέρψεις αρχ. 1. χαρμόσυνος («οὐδὲν τερπνὸν οὐδὲ χαρτόν», Πλούτ.) 2. (για πρόσ.) αγαπητός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρτόν η χαρά. επίρρ... χαρτῶς ΜΑ με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* +… … Dictionary of Greek